ακλάδευτος
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκλάδευτος, -ον) κλαδεύω
αυτός που δεν έχει κλαδευτεί
«ακλάδευτο αμπέλι»
νεοελλ.
ο αμόρφωτος
μσν.
αυτός που δεν έχει κλαδιά.