γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
η ακουστικός1. η ιδιότητα του ακουστικού, αυτού που αναφέρεται στην ακοή2. (ειδικότ.) η ιδιότητα ενός χώρου να ευνοεί ή όχι τη μετάδοση σε όλα του τα σημεία του ήχου που παράγεται σε ένα από αυτά.