πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea
(I)-η, -ο κλάνω1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει2. αυτός που δεν τον φτάνει η κακοσμία της πορδής.———————— (II)-η, -ο (Α ἄκλαστος, -ον) [κλῶ(-άω)]αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί.