άκλαστος

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο κλάνω
1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει
2. αυτός που δεν τον φτάνει η κακοσμία της πορδής.
(II)
-η, -ο (Α ἄκλαστος, -ον) [κλῶ(-άω)]
αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί.