ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
-η, -ο (Α ἀκαταμέτρητος, -ον) καταμετρῶόποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο πλήθος».