άκεσμα

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

ἄκεσμα (-ατος), το (Α) ἀκέομαι
1. θεραπευτικό μέσο, γιατρικό
«ἐπὶ δ' ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ' ἀκέσματ' ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων» (Όμ. Ο 394)
2. θεραπεία, γιατριά (Πίνδ. Πυθ. 5, 86
Αισχ. Προμ. 482).