άκεσμα

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

ἄκεσμα (-ατος), το (Α) ἀκέομαι
1. θεραπευτικό μέσο, γιατρικό
«ἐπὶ δ' ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ' ἀκέσματ' ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων» (Όμ. Ο 394)
2. θεραπεία, γιατριά (Πίνδ. Πυθ. 5, 86
Αισχ. Προμ. 482).