ακλήτευτος
Greek Monolingual
-η, -ο κλητεύω
αυτός που δεν τον κάλεσε δικαστικός κλητήρας να προσέλθει ως μάρτυρας ή ως διάδικος στο δικαστήριο.
-η, -ο κλητεύω
αυτός που δεν τον κάλεσε δικαστικός κλητήρας να προσέλθει ως μάρτυρας ή ως διάδικος στο δικαστήριο.