δικαστικός
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
English (LSJ)
δικαστική, δικαστικόν, of law or for law or of trials, for trials, practised in trials, X.Mem.2.6.38; νόμος δικαστικός Plu.CG5; μισθός Sch.Ar.V.299; ἡ δικαστική (sc. τέχνη) business of a judge or business of a juryman, Pl.Plt. 303e, etc.; τὸ δικαστικόν = juror's fee, Arist.Pol.1320a26 (but τὸ δικαστικόν the judicial element in the state, 1300b13). Adv. δικαστικῶς Luc.Herm.47.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. experto en leyes X.Mem.2.6.38, Chrysipp.Stoic.3.158, Ph.1.508.
2 de cosas y abstr. propio de o concerniente a los jueces, judicial τὸ πρᾶγμα IEphesos 4A.1 (III a.C.), νόμος SEG 9.8.117 (Cirene I a.C.), Plu.CG 5, εἶδος Ph.1.595, δίφροι D.S.15.10, λήμματα Plu.Per.9, δ. μισθός paga de los jueces Sch.Ar.V.300b, τὸ τῆς τυραννίδος ταύτης σχῆμα Philostr.VA 7.14, ἀγανάκτησις PGrenf.2.82.18 (V d.C.), διάγραμμα SEG 9.5.10 (Cirene II a.C.), διαγυμνασία SB 7033.29 (V d.C.), κίνησις PLond.1663.13 (VI d.C.), πρόσταγμα POxford 6.14 (IV d.C.), PFlor.377.9 (VI d.C.)
•neutr. sg. como adv. a la manera judicial ἐκεῖνό γε οὐ δ. ἐποιήσατε Luc.Pr.Im.15.
II subst.
1 ἡ δικαστική = la jurisprudencia, el conocimiento del derecho Pl.Grg.520b, Plt.303e, Clit.408b, Arist.EN 1141b33, Philostr.VA 6.21, ἡ δὲ ἐπιστήμη κρίσεων καὶ κολάσεων καὶ ἀδικημάτων Chrysipp.Stoic.3.67.
2 τὸ δικαστικόν = sueldo del juez sin cont., Ar.Fr.588, ἐὰν οἱ μὲν εὔποροι μὴ λαμβάνωσι δ. Arist.Pol.1320a26.
3 τὸ δικαστικόν = el elemento judicial en el Estado, Arist.Pol.1300b13.
III adv. δικαστικῶς fig. a la manera de un juez καθεζόμην Luc.Am.18, κολάσω Thdt.Is.8.215, cf. Luc.Hist.Cons.10, Herm.47.
German (Pape)
[Seite 628] den Richter betreffend; – μισθός, der Sold, den jeder Geschworne für den Gerichtstag bekam, Schol. Ar. Fesp. 299; Luc. Dem. enc. 25, wie δ. λήμματα Plut Pericl. 9, = τὸ δικαστικόν, Arist. Pol. 6, 5 u. A.; – νόμος Plut. C. Graech. 5; ὁ δικ., der in der Prozessführung geübt, erfahren ist, also = δικανικός, Xen. Mem. 2, 6, 38, wie ἡ δικαστική, Kunst der Rechtsverwaltung u. -sprechung (vgl. δικανική), Plat. Gorg. 520 b Polit. 303 e. – Adv., δικαστικῶς, nach Art der Richter, Luc. Hermot. 47.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les juges;
2 expert en matière judiciaire, homme de loi expérimenté.
Étymologie: δικαστής.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαστικός:
1 судейский (μισθός Luc.; νόμος Plut.);
2 сведущий в судебных делах Xen.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς δίκας, ἠσκημένος ἐν αὐταῖς, Ξεν. Ἀπομν. 2.6,38· νόμος δ. Πλούτ. Γ. Γράκχ.5· -ἡ δικαστικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ ἐργασία ἢ ἀσχολία τοῦ δικαστοῦ ἢ ἐνόρκου, Πλάτ. πολιτ. 303Ε, κτλ.· το δ., ὁ τοῦ δικαστοῦ μισθὸς ἐν Ἀθήναις· ἦτο δὲ κατὰ πρῶτον εἷς ὀβολός, ἀκολούθως τρεῖς (οὐδέποτε δύο), Ἀριστοφ. Νεφ. 863, Βατρ. 140· πρβλ. Böckh Staatsh 1.312 κἑξ. 2) ἐπίρρ. δικαστικῶς Λουκ Ἑρμοτ. 47.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δικαστικός, -ή, -όν) δικαστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δίκη, δικαστή ή δικαστήριο
νεοελλ.
1. φρ. «δικαστικός αντιπρόσωπος» — αντιπρόσωπος της δικαστικής αρχής στις βουλευτικές και δημοτικές εκλογές
2. το αρσ. ως ουσ. ο δικαστικός
ο δικαστικός λειτουργός σε οποιαδήποτε βαθμίδα της ιεραρχίας
αρχ.
1. ο έμπειρος σε δίκες και νόμους
2. το θηλ. ως ουσ. η δικαστική
το έργο, η ασχολία του δικαστή
3. το ουδ. ως ουσ. το δικαστικόν
ο μισθός, η αμοιβή του δικαστή.
Greek Monotonic
δῐκαστικός: -ή, -όν,
I. αυτός που αναφέρεται στο νόμο ή στις δίκες, έμπειρος σε αυτές, σε Ξεν.
II. ως ουσ., τὸ δ., μισθός του δικαστή, αρχικά ένας οβολός, έπειτα τρεις οβολοί, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
δῐκαστικός, ή, όν [from δῐκαστής] adj
I. of or for law or trials, practised in them, Xen.
II. as substantive, τὸ δ. the juror's fee, at first one obol, then three obols, Ar.