κλητήρας

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

ο (AM κλητήρ, -ῆρος)
αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ' ἄγουσ' ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες
α) «δικαστικός κλητήρας» — υπάλληλος αρμόδιος για την κοινοποίηση δημόσιων εγγράφων, δικογράφων, κλήσεων προς τους μάρτυρες και τους διαδίκους, καθώς και για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων σχετικών με τη διαδικασία της εκτέλεσης
β) «από δήμαρχος κλητήρας» — λέγεται για ηθικό ή υλικό ξεπεσμό ενός προσώπου
αρχ.
1. ο μάρτυρας που επικαλείται κάποιος σε μαρτυρία, ότι κάλεσε κάποιον στο δικαστήριο επί παρουσία του
2. κήρυκας, καλεστής
3. (κωμικά) φορτηγός όνος («ὥστ' ἔμοιγ' ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη- (πρβλ. -κλή-θην, παθ. αόρ. του καλῶ) + επίθημα -τήρ / -τήρος (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].