αλεποτινάζω

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek Monolingual

Ι. ενεργ.
1. αρπάζω κάποιον με ορμή και τον χτυπώ βίαια καταγής
2. απωθώ με βία
ΙΙ μέσ. κινούμαι με απειλητικές διαθέσεις
ΙΙΙ. (αλληλοπαθές) φιλονικώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + τινάζω].