αλευροδόχη
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
η
η ξύλινη σκάφη του αλευρόμυλου όπου πέφτει το αλεύρι που βγαίνει από τη μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + -δόχη < δέχομαι.