οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
ἀλεκτόρειος, -ον (ΑΜ) ἀλέκτωραυτός που ανήκει σε κόκορα ή κότα ή προέρχεται από αυτά.