Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
και αλεπουρά και αλεπονουρά, η 1. η ουρά της αλεπούς
2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες (αλλ. αλεπίτσα)
3. διάφορα αγρωστώδη φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + ουρά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπουρας].