αλευροπώλης
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
ο
αυτός που πουλάει άλευρα, αλευράς, αλευρέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + -πώλης < πωλώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλευροπωλείο].