αλευρέμπορος

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

ο
έμπορος αλεύρων, αλευροπώλης, αλευράς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + έμπορος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλευρεμπόριο].