αλευρέμπορος

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

ο
έμπορος αλεύρων, αλευροπώλης, αλευράς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + έμπορος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλευρεμπόριο].