αλισίβα

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η 1. αλισιά, σταχτόνερο, θολόσταχτη
2. το φυτό αλμυρίδι, αρμυρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lisciva < λατ. lixivia «αλισίβα». Ο τ. αλουσίβα προήλθε από παρετυμολογική επίδραση του αορ. έλουσα (< λούω).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισιβιάζω].