αλισίβα
Greek Monolingual
η 1. αλισιά, σταχτόνερο, θολόσταχτη
2. το φυτό αλμυρίδι, αρμυρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lisciva < λατ. lixivia «αλισίβα». Ο τ. αλουσίβα προήλθε από παρετυμολογική επίδραση του αορ. έλουσα (< λούω).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισιβιάζω].
η 1. αλισιά, σταχτόνερο, θολόσταχτη
2. το φυτό αλμυρίδι, αρμυρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lisciva < λατ. lixivia «αλισίβα». Ο τ. αλουσίβα προήλθε από παρετυμολογική επίδραση του αορ. έλουσα (< λούω).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισιβιάζω].