αρμυρήθρα

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

η
κοινή ονομασία του φυτού Κορωνόπους ο κατακείμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρμύρα + παραγωγ. κατάλ. -ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα, κερήθρα, μπουρμπουλήθρα)].