ἀλινδήθρα

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ,

   A place for horses to roll in, Phryn.PSp.5B.: metaph., ἀλινδῆθραι ἐπῶν, of Euripides' tragedies, Ar.Ra.904.

German (Pape)

[Seite 97] ἡ, Wälzplatz für die Pferde, B. A. 4 τόπος ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλινδήθρα: ἡ, «κυλίστρα, τόπος ἐν ᾧ οἱ ἵπποι κονίονται», Σουΐδ., Λατ. volutabrum (πρβλ. ἐξαλίνδω)· μεταφ. ἀλινδήθρα ἐπῶν, ὅ ἐ. μακραί, περίπλοκοι καὶ τρόπον τινὰ κυλινδρούμεναι λέξεις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 904.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
emplacement pour se rouler en parl. de chevaux.
Étymologie: ἀλινδέομαι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
revolcadero de caballos Phryn.PS 5
fig. ἀλινδῆθραι ἐπῶν irón. de las obras de Eurípides, Ar.Ra.904.

Greek Monolingual

ἀλινδήθρα, η (Α) ἀλινδῶ
1. τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα
2. φρ. «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών του Ευριπίδη
η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές.