ἐξαλίνδω
English (LSJ)
only aor. part. ἐξαλίσας [ῑ], pf. ἐξήλῑκα:—roll out or roll thoroughly, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε take him away when you have given him a good roll on the ἀλινδήθρα, Ar.Nu.32 (cf. X.Oec.11.18); to which Strepsiades retorts, ἐξήλικας ἐμέ γ' ἐκ τῶν ἐμῶν you have rolled me out of house and home, Ar.Nu.33.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰλίνδω)
• Prosodia: [-ῑ-]
1 hacer revolcarse, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε Ar.Nu.32, cf. X.Oec.11.18, Hsch.s.u. ἐξαλῖσαι.
2 fig. expulsar ἐξήλικας ἐμέ γ' ἐκ τῶν ἐμῶν Ar.Nu.33.
German (Pape)
[Seite 866] sich auswälzen, austummeln lassen, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε Ar. Nubb. 32; Xen. Oec. 11, 18; komisch ἐξήλικάς με ἐκ τῶν ἐμῶν, du hast mich aus Hab und Gut herausgetummelt, Ar. Nubb. 33.
French (Bailly abrégé)
1 faire se rouler dans la poussière un cheval trempé de sueur;
2 fig. faire rouler du haut de, précipiter de, ἔκ τινος.
Étymologie: ἐξ, ἀλινδέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαλίνδω: (только part. aor. ἐξαλίσας и pf. ἐξήλῑκα)
1 катать, (о лошади) давать поваляться (τὸν ἵππον Arph., Xen.);
2 скатывать вниз: ἐξήλικάς με ἐκ τῶν ἐμῶν ирон. (по созвучию с 1) Arph. ты совершенно меня разорил (досл. ты уже вывалил меня из моего состояния).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλίνδω: τοῦ ῥήματος τούτου εὑρίσκομεν μόνον μετοχ. ἀορ. ἐξαλίσας ῑ καὶ πρκμ. ἐξήλῑκα, ποιῶ τι ἐκκυλισθῆναι, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε, πήγαινε τὸν ἵππον εἰς τὴν οἰκίαν, ἀφοῦ πρῶτον τὸν βάλῃς νὰ κυλισθῇ ἐπὶ τῆς ἀλινδήθρας, Ἀριστοφ. Νεφ. 32, (πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 11, 18)· πρὸς ὃ ὁ Στρεψιάδης ἀπαντᾷ: ἐξήλικας ἐμέ γ’ ἐκ τῶν ἐμῶν, μὲ ἐκύλισας ἔξω τῆς περιουσίας μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 33. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἀλίνδω.
Greek Monolingual
ἐξαλίνδω (Α) αλίνδω
1. κυλώ έξω, κάνω κάτι να κυλίσει μακριά («ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε», Αριστοφ.)
2. διώχνω.
Greek Monotonic
ἐξᾰλίνδω: μόνο στη μτχ. αορ. αʹ ἐξαλίσας [ῑ], παρακ. ἐξήλῑκα· βγάζω κάτι τσουλώντας ή κυλόντας, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας, πήγαινέ τον στο σπίτι αφού προηγουμένως τον βάλεις να κυλισθεί καλά στην ἀλινδήθραν, σε Αριστοφ.· ἐξήλικας ἐμέ γ' ἐκ τῶν ἐμῶν, με έβγαλες, με απομάκρυνες από την περιουσία μου, στον ίδ.
Middle Liddell
only in aor1 part. ἐξαλίσας perf. ἐξήλῑκα
to roll out or thoroughly, ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας take him away when you have given him a good roll on the ἀλινδήθρα, Ar.; ἐξήλικας ἐμέ γ' ἐκ τῶν ἐμῶν you have rolled me out of house and home, Ar.