ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
ο1. αλωνιστής2. αλωνιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάληξη -ιάτης.ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάτικο].