αλληγορικός

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀλληγορικός, -ή, -όν) ἀλληγορία
1. αυτός που εκφράζεται με αλληγορίες, αυτός που άλλα λέγει και άλλα εννοεί
2. αυτός που περιέχει ή χρησιμοποιεί μεταφορικές εκφράσεις.