ἀλληγορία

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλληγορία Medium diacritics: ἀλληγορία Low diacritics: αλληγορία Capitals: ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: allēgoría Transliteration B: allēgoria Transliteration C: alligoria Beta Code: a)llhgori/a

English (LSJ)

ἡ,
A allegory, veiled language, Cic.Att.2.20.3 (pl.):—allegorical exposition of mythical legends, Plu.2.19e; κατ' ἀλληγορίαν Longin.9.7.
II figurative, metaphorical language, Demetr.Eloc.99, Cic.Orat.27.94, Quint.Inst.8.6.44; χρῆσθαι μεταφοραῖς ἢ -γορίαις Phld.Rh.1.174 S., cf. 164 S.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1palabra o pasaje con significado o intención doble u oculta de asuntos de política ἀλληγορίαις obscurabo, te (los) relataré de forma obscura y alusiva (cambiando los nombres propios fundamentalmente), Cic.Att.40.3, ὥσπερ συγκαλύμματι τοῦ λόγου τῇ ἀ. κέχρηται Demetr.Eloc.100, cf. 151, allegoria, quam inuersionem interpretantur, aut aliud uerbis, aliud sensu ostendit, aut etiam interim contrarium Quint.Inst.8.6.44, como propio de los misterios y la mántica τὰ μυστήρια ἐν ἀλληγορίαις λέγεται ... ἔοικε δὲ ἡ ἀ. τῷ σκότῳ καὶ τῇ νυκτί Demetr.Eloc.101, τὰ αἰγνίματα <καὶ> τὰς ἀλληγορίας τῆς μαντικῆς Plu.2.409d, de amenazas veladas μεγαλεῖον δέ τί ἐστι καὶ ἡ ἀ., καὶ μάλιστα ἐν ταῖς ἀπειλαῖς, οἷον ὡς ὁ Διονύσιος, ὅτι «οἱ τέττιγες αὐτοῖς ᾄσονται χαμόθεν» (en el sentido de que el territorio quedará asolado), Demetr.Eloc.99.
2 precisado de forma retóricogramatical como conjunto formado por una serie de metáforas: iam cum fluxerunt continuae plures tralationes, alia plane fit oratio; itaque genus hoc Graeci appellant ἀλληγορίαν Cic.Orat.27.94, ad modum ἀλληγορίαν facit continua μεταφορά Quint.Inst.9.2.46
en gener. como un tipo de τρόπος junto c. μεταφορά Phld.Rh.1.164, cf. 174, ἀ. ... ἐστιν ὅταν τῶν κυρίων τι ἑρμηνεύῃ τις ἐν μεταφοραῖς τὸ κύριον σημαίνειν δυναμέναις Tib.Fig.24, cf. 23, τροπαῖς τε καὶ μεταφοραῖς καὶ ἀλληγορίαις ... ἐχρήσατο Sud.s.u. Γοργίας
a su vez ἀ. subdividida en tres εἴδη: αἴνιγμα, παροιμία, εἰρωνεία Phld.Rh.1.181.
II en la exégesis de textos poéticos y religiosos
1 en la exégesis más arcaica palabra o serie de palabras con significado oculto considerado el verdadero, alegoría en principio ref. a los nombres de los dioses y héroes homéricos ἀλληγορία πάντα εἰρῆσθαι νομίζοντες ὑπέρ τῆς τῶν στοιχείων φύσεως οἷον <ἐν> ἐναντιώσεσι τῶν θεῶν Theagenes A 2, λίαν εὐήθως διείλεκται εἰς ἀλληγορίαν μεταγών Tat.Orat.21 (= Metrod.Phil.A 3), τὸν δ' ἀπόπλουν εὐτρέπιζεν ὁ τῆς ἀλληγορίας ἐπώνυμος ... Νοήμων δὲ τοὔνομα Heraclit.All.63, περὶ τῆς ἀλληγορίας τεχνολογῆσαι· σχεδὸν γὰρ αὐτὸ τοὔνομα καὶ λίαν ἐτύμως εἰρημένον ἐλέγχει τὴν δύναμιν αὐτῆς. ὁ γὰρ ἄλλα μὲν ἀγορεύων τρόπος, ἕτερα δὲ ὧν λέγει σημαίνων, ἐπωνύμως ἀλληγορία καλεῖται Heraclit.All.5
tomando todo el texto de Homero como alegórico Ὁμηρικὴ ἀλληγορία Heraclit.All.3, 24, cf. 75, considerado como explicación religiosa coherente Ὁμήρου φυσικῶς ταῦτα δι' ἀλληγορίας θεολογήσαντος Heraclit.All.58, de la teomaquia de la Ilíada εἰ μὴ κατ' ἀλληγορίαν λαμβάνοιτο παντάπασιν ἄθεα Longin.9.7
de Hesíodo, Origenes Cels.4.38, poetas, Alceo, Heraclit.All.5, ταῖς πάλαι μὲν ὑπονοίαις ἀλληγορίαις δὲ νῦν λεγομέναις los llamados antiguamente «significados subyacentes» y ahora «alegorías» Plu.2.19e.
2 en la exégesis bíblica expresión o formulación del texto bíblico con sentido oculto que se supone verdadero, alegoría αἱ δὲ ἐξηγήσεις τῶν ἱερῶν γραμμάτων γίνονται δι' ὑπονοιῶν ἐν ἀλληγορίαις Ph.2.483, οὐ μύθου πλάσματα ... ἀλλὰ δείγματα τύπων ἐπ' ἀλληγορίαν παρακαλοῦντα κατὰ τὰς δι' ὑπονοιῶν ἀποδόσεις Ph.1.38, ἐν ταῖς καθ' ὑπόνοιαν ἀλληγορίαις Ph.2.418, φανερὸν οὐ μόνον ἐκ τῆς ἐν ἀλληγορία θεωρίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ῥητῆς γραφῆς Ph.2.20, en la patrística aplicado al AT y NT, Eus.DE 4.15 (p.181.35), (ἐκκλησία) ἣν ὄρος ἐλαιῶν ἐπὶ τοῦ παρόντος κατὰ τρόπον ἀλληγορίας ὀνομάζει Eus.DE 6.18 (p.277.18), op. τά ἀληθινά Epiph.Const.Anc.53, esp. en la exégesis bíblica alejandrina ἐκείνη γὰρ ἡ λεγομένη κατάβασις ἐπὶ τὸ ὄρος θεοῦ ἐπίφασίς ἐστι θείας δυνάμεως ... τοιαύτη γάρ ἡ κατὰ γραφὴν ἀ. Clem.Al.Strom.6.3.32, usada más sistemáticamente por Origenes, cf. Origenes Princ.4.2.6, Cels.4.48, M.12.1453B, Io.6.4 (2.111.7)
op. ἀναγωγή Didym.In Zach.141.7.11, tb. en patrística lat., Tert.Adu.Marc.4.25 (p.503), Aug.Ciu.15.7 (p.7), usada c. cautela e incluso rechazada por la exégesis antioquena οἱ καινοτόμοι τῆς θείας γραφῆς ... κακουργήσαντες ἐπεισήνεγκαν τὴν ἀ. Diodor.T.Proem.Ps.p.88.12, cf. Chrys.M.56.60bis, Thdr.Mops.M.66.908C.
3 interpretación o método alegórico c. ciertas normas ὁ ἥλιος κατὰ τοὺς τῆς ἀλληγορίας κανόνας ἐξομοιοῦται τῷ πατρί Ph.1.631, cf. 2.255, ἡμεῖς ἑπόμενοι τοῖς ἀλληγορίας νόμοις ... φαμὲν τοίνυν λόγου σύμβολον ἱμάτιον εἶναι Ph.1.636, ἀλληγορίας ἑπόμενοι παραγγέλμασιν Ph.1.660.

German (Pape)

[Seite 102] ἡ (VLL. ἄλλο λέγον τὸ γράμμα, ἄλλο τὸ νόημα), bildlicher Ausdruck, bildliche Darstellungsweise; allegorische Erklärung, bes. der Mythen, Cic. or. 27; plur., Att. II, 20; Plut. u. Gramm.; vgl. Quintil. VIII, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
allégorie, langage allégorique.
Étymologie: cf. ἀλληγορέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλληγορία:иносказание, аллегория Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληγορία: ἡ, περιγραφὴ ἢ ἔκθεσις πράγματός τινος ὑπὸ τὴν εἰκόνα ἑτέρου, Λογγίν. 9. 7, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 20, 3, κατὰ πληθ. - ἀλληγορικὴ ἔκθεσιςἑρμηνεία τῶν μυθολογικῶν παραδόσεων, Δημ. Φαλ. 101, Πλουτ. 2. 19Ε, ἴδε ἐν λέξ. ἐπίνοια ΙΙ. ΙΙ. γλῶσσα μεταφορική, Κικ. Ρητ. 27.

Greek Monolingual

η (Α ἀλληγορία) ἀλλήγορος
1. το να λέει κανείς άλλα από εκείνα τα οποία εννοεί, η έκθεση ή περιγραφή ενός πράγματος κάτω από την εικόνα άλλου
2. μεταφορική έκφραση, μεταφορική γλώσσα
ΙΙ νεοελλ. υπαινιγμός, περίπλοκη και ασαφής έκφραση, αοριστολογία
ΙΙ αρχ. αλληγορική έκθεση ή ερμηνεία τών μυθικών παραδόσεων.

Greek Monotonic

ἀλληγορία: ἡ, αλληγορία, δηλ. περιγραφή πράγματος κάτω από την κάλυψη της εμφάνισης ενός άλλου, σε Κικ.

Middle Liddell

[from ἀλληγορέω
an allegory, i. e. description of one thing under the image of another, Cic.

Mantoulidis Etymological

(=εἰκονική ἔκφραση, περιγραφή ἑνός πράγματος μέ τήν εἰκόνα ἄλλου). Ἀπό τό ἀλληγορέω (ἄλλος + ἀγορεύω), (=μιλῶ ἔτσι, ὥστε νά ὑπονοῶ κάτι ἄλλο).