αμβλυωπία
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Greek Monolingual
η (Α ἀμβλυωπία)
αμβλεία, αδύνατη όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλυωπός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμβλυωπικός].
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
η (Α ἀμβλυωπία)
αμβλεία, αδύνατη όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλυωπός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμβλυωπικός].