αμνηστία

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

η (Α ἀμνηστία) ἄμνηστος
λήθη, συγχώρηση αδικήματος που διαπράχθηκε κατά της πολιτείας
αρχ.
1. λήθη, λησμοσύνη
2. φρ. «ἀμνηστίαν ἔχω τινός», ξεχνώ, λησμονώ.