Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
ἀμμόδρομος, ο (Α)
1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος
2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + δρόμος.