αμπέχονο

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχονἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀμπέχονον)
νεοελλ.
παλαιότερα χιτώνιο στρατιωτικής στολής, ιδιαίτερα τών οπλιτών, πολύ εφαρμοστό και με πολλά κουμπιά
αρχ.
η αμπεχόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος, κατά το γένος, τύπος του αρχ. ἀμπεχόνη
το ουδ. γένος πιθ. κατά το ένδυμα).