τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
-ο (Α ἀμπελοφόρος, -ον)(για τόπους) ο κατάλληλος για αμπελοφυτείες, αυτός στον οποίο ευδοκιμεί η άμπελος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -φόρος < φέρω.