αμφιθαλής

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμφιθαλής) θάλος
νεοελλ.
αυτός που έχει κοινούς με άλλον και τους δύο γονείς
«αμφιθαλείς αδελφοί», οι ομοπάτριοι και ομομήτριοι (πρβλ. ετεροθαλής)
αρχ.
1. κυριολεκτικά, αυτός που θάλλει, που ανθίζει και από τις δύο πλευρές (λέγεται για το παιδί που και οι δύο γονείς του βρίσκονται στη ζωή)
2. αυτός που έχει αφθονία αγαθών
3. αυτός που βρίθει, που έχει κάτι σε αφθονία
4. (για πράγματα) πλήρης, τέλειος
5. φρ. «ἀμφιθαλῆ κακοῑς», περικυκλωμένο από δεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -θαλής < θάλος < θάλλω.