αμυγδαλή

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀμυγδαλῆ)
το δέντρο αμυγδαλιά
νεοελλ.
1. συνήθως στον πληθ. οι αμυγδαλές
αδένες σχήματος αμυγδάλου στη βάση του ουρανίσκου
2. φρ. «έχω αμυγδαλές», πάσχω από αμυγδαλίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του αμυγδαλέα < αρχ. ἀμυγδάλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυγδαλίτης].