ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
-ή, -ό (Μ ἀναγνωριστίκος, -ή, -όν) ἀναγνωρίζωαυτός που συντελεί στη αναγνώριση.