ανάθημα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
το (Α ἀνάθημα)
οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα
αρχ.
1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα
2. στολίδι, κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι.
ΠΑΡ. αναθηματικός].