ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἀναγκόδακρυς (-υος), -υ (Α)αυτός που πιέζει τον εαυτό του να κλάψει, που χύνει δάκρυα με τη βία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη + -δακρυς < δάκρυ].