αναισθητικός

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αναίσθητος ή αναισθητώ
1. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία
2. Ιατρ. το ουδ. ως ουσ. φαρμακευτική ουσία για την πρόκληση αναισθησίας.