αναισθησιακός
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. ο σχετικός μέ την αναισθησία
2. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
-ή, -ό 1. ο σχετικός μέ την αναισθησία
2. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στην εφημερίδα Ακρόπολις].