αναισθησιακός

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό 1. ο σχετικός μέ την αναισθησία
2. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στην εφημερίδα Ακρόπολις].