-η, -ο (Α ἀνάμεστος, -ον και -ος, -η, -ον)πλήρης, γεμάτοςνεοελλ.(και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μεστός.ΠΑΡ. αρχ. ἀναμεστόωνεοελλ.αναμεστώνω].