ανάστροφος

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάστροφος, -ον) αναστρέφω
1. αντίστροφος, ανάποδος, αντίξοος
2. επίρρ. ανάστροφα
αντίστροφα, ανάποδα, παρά προσδοκία
3. το θηλ. ως ουσ. η ανάστροφη
ράπισμα με τη ράχη του χεριού, μπάτσος.