ανασυγκρότηση
Greek Monolingual
η
η εκ νέου συγκρότηση, αναδιοργάνωση προς το καλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασυγκροτώ. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Ραμπαγάς].
η
η εκ νέου συγκρότηση, αναδιοργάνωση προς το καλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασυγκροτώ. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Ραμπαγάς].