ἀναφάλαντος
English (LSJ)
ον,
A forehead-bald, LXX Le.13.41, freq. in Pap., PPar.5.1.5 (ii B.C.), etc.:—ἀναφαλάντ-ανθος, PPetr.1p.54 (iii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 213] mit kahlem Vorderkopfe, Sp.; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφάλαντος: -ον, ὁ, ἔχων ἄτριχον τὸ ὑπεράνω τοῦ μετώπου μέρος τῆς κεφαλῆς, «ἐὰν δὲ κατὰ πρόσωπον μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ, ἀναφάλαντός ἐστιν» Ἑβδ. (Λευϊτ. ιγ΄, 41). - ἀναφάλας, ὁ, Μαλαλ.: ἴδε Δουκάγγ.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -ανθος PPetr.1.19.4, 5, 7 (III a.C.), BGU 1971.27 (II a.C.), PAdl.5.2.10 (II a.C.); -ανδός A.Petr.et Paul.9, 21; ἀναφάλας Io.Mal.Chron.5.106, 10.256, Tz.Alleg.Il.p.47.9
calvo por delante, con entradas, PCair.Zen.347.1 (III a.C.), PPar.5.1.5 (II a.C.), PSI 1131.6 (I d.C.), LXX Le.13.41.
Greek Monolingual
ἀναφάλαντος, -ον (Α)
φαλακρός, άτριχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + φάλανθος «φαλακρός»].