ανδρειώνω

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

και αντρειώνω (AM ἀνδρειῶ, -όω)
μέσ. παίρνω δύναμη ή θάρρος
νεοελλ.
1. ανδρειεύω
2. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) αντρειωμένος και αντρειωμένος, -η, -ο
δυνατός και γενναίος
μσν.-αρχ.
δίνω θάρρος.