ανδρειώνω
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Greek Monolingual
και αντρειώνω (AM ἀνδρειῶ, -όω)
μέσ. παίρνω δύναμη ή θάρρος
νεοελλ.
1. ανδρειεύω
2. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) αντρειωμένος και αντρειωμένος, -η, -ο
δυνατός και γενναίος
μσν.-αρχ.
δίνω θάρρος.