αναχέω

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

ἀναχέω (Α) (Μ ἀναχύνω)
μσν.
ανασκάπτω, καταστρέφω
αρχ.
ενεργ.
1. χύνω κάτι σε μεγάλη ποσότητα
2. συσσωρεύω χώμα για να κατασκευάσω τύμβο
3. (μέσ., -ομαι), εξαπλώνομαι, διαδίδομαι.