αναχέω

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

ἀναχέω (Α) (Μ ἀναχύνω)
μσν.
ανασκάπτω, καταστρέφω
αρχ.
ενεργ.
1. χύνω κάτι σε μεγάλη ποσότητα
2. συσσωρεύω χώμα για να κατασκευάσω τύμβο
3. (μέσ., -ομαι), εξαπλώνομαι, διαδίδομαι.