ανατίμηση
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
η
ο καθορισμός νέας τιμής ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας ή του νομίσματος σε επίπεδο υψηλότερο από το προηγούμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατιμώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό].