ανατιμώ

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

(Α ἀνατιμῶ, -άω)
υψώνω την τιμή, υπερτιμώ, ακριβαίνω.