ανειλώ
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
Greek Monolingual
ἀνειλῶ (-έω) (Α)
Ι. ενεργ.
1. ξεδιπλώνω, ανοίγω
2. περιτυλίγω, στριμώχνω
II. μέσ.
1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι
2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι
3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ειλώ (-έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω».
ΠΑΡ. αρχ. ανείλημα, ανείλησις].