ανειλώ

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

Greek Monolingual

ἀνειλῶ (-έω) (Α)
Ι. ενεργ.
1. ξεδιπλώνω, ανοίγω
2. περιτυλίγω, στριμώχνω
II. μέσ.
1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι
2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι
3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ειλώ (-έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω».
ΠΑΡ. αρχ. ανείλημα, ανείλησις].