ανεμοκαίω
From LSJ
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
Greek Monolingual
1. ενεργ. καίω τον αέρα, ματαιοπονώ
2. (μέσ., ανεμοκαίγομαι)
καίγομαι απο φλογερό άνεμο, από τον λίβα (για σπαρτά).