ανένδοτος
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνένδοτος, -ον) ενδίδω
1. εκείνος που δεν ενδίδει, ανυποχώρητος, αμετάπειστος
2. εκείνος που γίνεται με επιμονή, συνεχής, αδιάκοπος.