τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
-ή, -ό (AM ἀνεκτός, -ή, -όν) ανέχωεκείνος τον οποίο είναι δυνατόν να ανεχθεί κανείς, υποφερτός.