ανθρωποτόκος
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
Greek Monolingual
ἀνθρωποτόκος, η (AM)
αυτή που γέννησε άνθρωπο, που είναι μητέρα ανθρώπου (χρησιμοποιείται σε θεολογικά κείμενα που υποστηρίζουν ή αντικρούουν το δόγμα περί της διπλής φύσης του Χριστού)
«μὴ τὴν ἁγίαν παρθένον τὴν θεοτόκον ἐτόλμησέ τις ἡμῶν καὶ ἀνθρωποτόκον εἰπεῑν» (Γρηγόριος Νύσσης)
«Χριστοτόκον, Κυριοτόκον, άνθρωποτόκον έμάθομεν ἀπό τῆς γραφῆς λέγειν, θεοτόκον δὲ οὐδαμῶς ἐδιδάχθημεν λέγειν» (Νεστόριος).