ανίδεος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνίδεος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν γνωρίζει, δεν έχει ιδέα για κάτι («ο στραβός κι ο ανίδεος είν' ένα πράμα» — παροιμία)
2. όποιος δεν γνωρίζει κανένα στοιχείο μιας τέχνης ή μιας επιστήμης
3. ανυποψίαστος, ανύποπτος, απληροφόρητος, αμέτοχος
μσν.
εκείνος του οποίου έχει αλλοιωθεί η μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ιδέα. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της (ανίδεος μουσικής» κ.λπ.) μαρτυρείται από το 1860 στον διδάσκαλο του Γένους και καθηγητή της ιστορίας Δημήτριο Βερναρδάκη].